- εὐθέτῳ
- εὔθετοςwell-arrangedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθετώ — εὐθετῶ, έω (ΑΜ) [εύθετος] 1. ευθετίζω, διευθετώ 2. είμαι κατάλληλος για κάτι («εὐθετεῑ πᾱσι χρῆσθαι» είναι κατάλληλος για κάθε χρήση, Θεόφρ.) 3. βρίσκομαι κάπου στην κατάλληλη περίσταση, είμαι πρόσφορος … Dictionary of Greek
εὐθέτωι — εὐθέτῳ , εὔθετος well arranged masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διευθετώ — και διευθετίζω (AM διευθετῶ, έω Μ και διευθετίζω) [ευθετώ] τακτοποιώ, ταξινομώ, συγυρίζω νεοελλ. 1. εξομαλύνω τις υπάρχουσες διαφορές, διακανονίζω 2. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) η διευθετούσα ευθεία που ορίζεται ως γεωμετρικός τόπος σε κωνικές τομές … Dictionary of Greek
ευθέτηση — η (Μ εὐθέτησις) [ευθετώ] η διευθέτηση, η τακτοποίηση νεοελλ. (για ιστία) η στροφή προς την κατεύθυνση τού ανέμου μσν. οικονομική άνεση, ευπορία … Dictionary of Greek
ευθημονούμαι — εὐθημονοῡμαι, έομαι (ΑΜ, Μ και εὐθημονῶ, έω) [ευθήμων] 1. τακτοποιώ, ευθετώ («εὐθημονεῑσθαι τὰ κατὰ τὰς αὑτῶν οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. βρίσκομαι στην κατάλληλη θέση … Dictionary of Greek
εύθετος — η, ο (ΑΜ εὔθετος, ον) 1. σωστά τοποθετημένος, στη σωστή θέση 2. (για χρόνο) κατάλληλος, αυτός που παρέχει ευκαιρία για κάτι (α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν») μσν. αρχ. 1. κατάλληλος («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους») 2.… … Dictionary of Greek